πετραδάκι

πετραδάκι
το, Ν
μικρή πέτρα, λιθαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + υποκορ. κατάλ. -αδάκι (πρβλ. φτωχ-αδάκι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλολάιγξ — καλολάιγξ, ιγγος, ἡ (Μ) ωραία ψηφίδα, όμορφο πετραδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + λάιγξ, γγος, ἡ «μικρός λίθος»] …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

  • λίθιο(ν) — το (Α λίθιον) νεοελλ. χημ. χημικό στοιχείο με σύμβολο Li και με ατομικό αριθμό 3, που είναι το πρώτο μέλος τής ομάδας Ιa τού περιοδικού συστήματος, δηλαδή τών μετάλλων τών αλκαλίων αρχ. πετραδάκι, λιθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος. Η λ. ως επιστημ.… …   Dictionary of Greek

  • λιθάρι — το (AM λιθάριον, Μ και λιθάριν και λιθάρι) μικρός λίθος, πετραδάκι νεοελλ. 1. λίθος, πέτρα («στρώμα χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια», Πολίτ.) 2. ο λίθος που χρησιμοποιείται στη λιθοβολία 3. το αγώνισμα τής λιθοβολίας 4. η μυλόπετρα 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • λιθίδιον — λιθίδιον, τὸ (ΑM) [λίθος] μσν. λίθος στην ουροδόχο κύστη αρχ. 1. λιθάρι, πετραδάκι 2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.) 3. άμμος στα ούρα …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πετρίτσα — η, Ν μικρή πέτρα, πετραδάκι …   Dictionary of Greek

  • ψηφίδα — η / ψηφίς, ῑδος, ΝΜΑ μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών νεοελλ. (πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας αρχ. 1. (γενικά) κομματάκι… …   Dictionary of Greek

  • ψηφίο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζουμε συνήθως τα 9 σύμβολα 1,2,3,4,5,6,7,8,9, τα οποία μαζί με το 0 (μηδέν) μας επιτρέπουν να παραστήσουμε έναν αριθμό οσοδήποτε μεγάλο, στο λεγόμενο δεκαδικό σύστημα αρίθμησης. Τα ψ. λέγονται και αραβικοί αριθμοί, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • λιθάρι — το ιού 1. μικρή πέτρα, πετραδάκι: Καθάρισα την αυλή από τα λιθάρια. 2. το αγώνισμα της λιθοβολίας: Έριξαν το λιθάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”